- κοχλιόκρανο
- τοη κεφαλή τού κοχλία, τής βίδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -κρανον (< αμάρτυρο *κρᾶνον, βλ. λ. κρανίον), πρβλ. περί-κρανον, ωλέ-κρανον. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… … Dictionary of Greek